- απεργοσπάστης
- ο (θηλ. -στρια)1. ο εργάτης ή ο υπάλληλος που σε καιρό απεργίας προσφέρεται ή ορίζεται από τον εργοδότη να αντικαταστήσει απεργό2. εργάτης ή υπάλληλος που δεν μετέχει σε απεργία.[ΕΤΥΜΟΛ. < απεργία + -σπάστης < σπω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. strikebreaker].
Dictionary of Greek. 2013.